Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

νόμοι ς

  • 1 Exist

    v. intrans.
    P. and V. εἶναι, πάρχειν; see Live.
    The existing laws: P. and V. οἱ καθεστῶτες νόμοι, οἱ νόμοι οἱ κείμενοι, P. οἱ ὄντες νόμοι, οἱ ὑπάρχοντες νόμοι.
    Previously existing: P. προϋπάρχων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exist

  • 2 Code

    subs.
    Laws: P. and V. οἱ νόμοι, V. οἱ θεσμοί (rare P.).
    Tables of the law: Ar. and P. κύρβεις, αἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Code

  • 3 Customs

    subs.
    Taxes: Ar. and P. τέλος, τό.
    Customs' regulations: P. τελωνικοὶ νόμοι.
    Collector of customs: Ar. and P. τελώνης, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Customs

  • 4 Establish

    v. trans.
    P. and V. καθιστναι, ἱστναι, ἱδρειν, ποιεῖν, τιθέναι, προτιθέναι (or mid.).
    There is an honoured court which Zeus once established for Ares: V. ἔστιν γὰρ ὁσία ψῆφος ν Ἄρει ποτέ Ζεὺς εἵσατο (aor. mid. ἵζειν) (Eur., I.T. 945).
    Found (colonies, etc.): P. and V. κτίζειν, οἰκίζειν, κατοικίζειν; see Found.
    Ratify: P. and V. κυροῦν, ἐπικυροῦν.
    Establish the truth of: P. βεβαιοῦν (acc.), ἐπαληθεύειν.
    Establish by evidence: see Prove.
    Make to dwell: P. and V. οἰκίζειν, ἱδρύειν, καθιδρύειν, κατοικίζειν.
    Establish ( one) in a place: P. and V. ἐγκαθιστναι (acc. or dat.).
    Establish oneself settle: P. and V. ἱδρύεσθαι; see settle oneself.
    In military sense: P. and V. ἱδρύεσθαι, καθῆσθαι, P. καθίζεσθαι.
    Be established (of law, custom, etc.): P. and V. κεῖσθαι.
    The established laws: P. and V. οἱ νόμοι οἱ κείμενοι.
    Established, customary: P. and V. καθεστώς, καθεστηκώς, νόμιμος.
    The established government: P. τὰ καθεστηκότα πράγματα.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Establish

  • 5 Jurisprudence

    subs.
    Laws: P. and V. νόμοι, οἱ.
    Knowledge of law: use P. and V. νόμων ἐμπειρία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Jurisprudence

  • 6 Legislation

    subs.
    P. νομοθεσία, ἡ, νόμων θέσις, ἡ.
    Laws: P. and V. νόμοι, οἱ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Legislation

  • 7 Murder

    subs.
    P. and V. φόνος, ὁ, σφαγή, ἡ, Ar. and V. φοναί, αἱ.
    Commit a murder: V. αἷμα πράσσειν, αἷμα ἐργάζεσθαι.
    Be accused of murder: P. ἐφʼ αἵματι φεύγειν (Dem. 548).
    The taint of murder: V. μιαιφόνον μσος.
    The guilt of child murder: V. τεκνοκτόνον μσος.
    Murder of kindred: P. ἐμφύλιον αἷμα (Plat.). V. ἔμφυλον αἷμα, αἷμα κοινόν, αἷμα γενέθλιον, αὐθέντης φόνος.
    Laws concerning murder: P. φονικοὶ νόμοι.
    Trial for murder: P. δίκαι φονικαί.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. φονεύειν, μιαιφονεῖν, V. ἀνδροκτονεῖν, ἀνθρωποσφαγεῖν; see also Kill.
    met., spoil: P. λυμαίνεσθαι.
    Murder a part ( in acting): P. ἐπιτρίβειν (Dem. 288).
    Murder one's children: V. παιδοκτονεῖν (absol.).
    Help in murdering: V. συμφονεύειν (τινί τινα).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Murder

См. также в других словарях:

  • νομοί — νομός place of pasturage masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόμοι — Νόμος that which is in habitual practice masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμοι — νόμος that which is in habitual practice masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροτικοί νόμοι — Αρχαίοι ρωμαϊκοί νόμοι με αντικείμενο τη διανομή του ager publicus (βλ. λ. αγρός) …   Dictionary of Greek

  • Ρήνου νομοί — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί 2 νομοί της Γαλλίας. 1. Ρ., Άνω (Haut Rhin). Αποτελείται από ένα τμήμα της Αλσατίας (έκτ. 3.525 τ. χλμ., κάτ. …). Πρωτεύουσα του νομού η πόλη Κολμάρ (κάτ. …). Πρόκειται για ορεινό νομό που διασχίζεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • σίτου, νόμοι — (corn laws αγγλικά). Ονομασία που δόθηκε στη νομοθεσία που εφαρμόστηκε στην Αγγλία για τέσσερις και περισσότερο αιώνες (από το 1436 ως το 1846) στο εμπόριο των σιτηρών για προστατευτικούς σκοπούς. Στα εισαγόμενα δημητριακά επιβάλλονταν αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… …   Dictionary of Greek

  • NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»